Ιερεις

Ιερεις
    Ἱερεῖς
    атт. Ἱερῆς -έων οἱ иереи (одна из ветвей племени малийцев в южн. Фессалии) Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Ιερεις" в других словарях:

  • ἱερεῖς — ἱερεύς priest masc acc pl ἱερεύς priest masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρουσπίκιοι — Ιερείς και μάντεις των Ετρούσκων που αντλούσαν την τέχνη τους (η οποία ονομαζόταν αρουσπικική) από μερικά πανάρχαια βιβλία που χάθηκαν και αναφέρονταν μεταξύ άλλων στον τρόπο με τον οποίο εξέταζαν και ερμήνευαν τα σπλάχνα των ζώων της θυσίας… …   Dictionary of Greek

  • ποντίφηκες — Ιερείς της αρχαίας Ρώμης, ο θεσμός των οποίων κατά την παράδοση ιδρύθηκε από τον Νουμά. Τα καθήκοντά τους δεν ήταν στενά ιερατικά, γιατί δεν ασχολούνταν προσωπικά με θρησκευτικές τελετουργίες, αλλά τις διηύθυναν ή φρόντιζαν να γίνονται σύμφωνα με …   Dictionary of Greek

  • Φλαμίνιοι — Ιερείς της Ρώμης αφιερωμένοι σε ορισμένες θεότητες. Διακρίνονταν σε τρεις ανώτερους: τον Δία, τον Άρη και τον Κυρίνο, οι οποίοι κατάγονταν από την τάξη των πατρικίων, και σε δώδεκα κατώτερους άλλους θεούς, οι οποίοι κατάγονταν από την τάξη των… …   Dictionary of Greek

  • ιερατείο — Τυπικός θεσμός των ανώτερων θρησκειών. Αναφέρεται στο σύνολο των ιερέων μιας θρησκείας και σκοπός του είναι η τέλεση και διαφύλαξη της λατρείας. Ο θεσμός αυτός προβλέπει τουλάχιστον πρακτική –αν όχι θεωρητική– διάκριση μεταξύ της σφαίρας του… …   Dictionary of Greek

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • άδυτο — Ονομασία κατά την αρχαιότητα των καθαγιασμένων τόπων όπου απαγορευόταν η είσοδος σε οποιονδήποτε εκτός από τους ιερείς και, σε μερικές περιπτώσεις και σε αυτούς ακόμα. Τo ά. μπορούσε να είναι ναός ή μέρος ναού (δωμάτιο πίσω από τον σηκό) ή… …   Dictionary of Greek

  • ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»